Οι Προκλήσεις στις Εργασιακές Σχέσεις εν μέσω της Πανδημίας του Κορωνοϊού

Η έκρηξη του κορωνοϊού – Covid19, σύμφωνα με τους ειδικούς, ξεκίνησε στην πόλη Γιουχάν της Κίνας και πρωτοαναφέρθηκε την 31η Δεκεμβρίου του 2019. Έκτοτε, έχει εξαπλωθεί ραγδαία ανά την υφήλιο με περιστατικά πλέον σε κάθε χώρα. Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας στις 11 Μαρτίου του 2020 κι ως συνέπεια της επίδρασης που έχει η εξάπλωση του κορωνοϊού, προχώρησε να χαρακτηρίσει την κατάσταση ως πανδημία. Σημερινές μάλιστα μετρήσεις δείχνουν ότι περίπου 640.000 άτομα έχουν μολυνθεί και πέραν των 30.000 θανάτων έχουν επίσημα καταγραφεί.

Η επίδραση που έχει σε παγκόσμιο επίπεδο ο κορωνοϊός στον πληθυσμό (δημογραφικά στοιχεία), στην οικονομία, στα ταξίδια και εν τέλει στις επιχειρήσεις είναι ήδη ιδιαίτερα σημαντική και ίσως γίνει ακόμα χειρότερη το προσεχές διάστημα. Οι κυβερνήσεις λαμβάνουν μέτρα για την αποτροπή περαιτέρω εξάπλωσης του ιού, με το πιο σημαντικό ως τώρα, την απαγόρευση άσκοπης κυκλοφορίας των πολιτών (lockdown). Επίσης εκπονούνται σχέδια που θα βοηθήσουν οικονομικά τις επιχειρήσεις και την οικονομία. Είναι επομένως αυτονόητο, υπό τις εξελίξεις αυτές, πως εργοδότες και εργοδοτούμενοι θα πρέπει να ξεκινήσουν να εξετάζουν τα εργασιακά ζητήματα που ανακύπτουν, αλλά και να προγραμματίζουν έναντι των πιθανών επιπτώσεων που θα ανακύψουν.

Ο εργοδότης έχει μια σειρά από υποχρεώσεις προς τους εργοδοτούμενους που πρέπει να συνεκτιμήσει όσον αφορά τον κορωνοϊό. Η γενική αρχή είναι ότι κάθε εργοδότης πρέπει να διασφαλίζει την ασφάλεια, υγεία και ευημερία στην εργασία όλων των εργοδοτούμενών του. Επίσης, πρέπει να διασφαλίζει, καθόσον είναι εύλογα εφικτό, ότι πρόσωπα που δεν εργοδοτούνται από αυτόν, αλλά μπορεί να επηρεαστούν από τις δραστηριότητες της επιχείρησης του (πχ πελάτες) δεν θα εκτίθενται σε κίνδυνο.

Ο εργοδοτούμενος από την άλλη, πρέπει να επισημανθεί, ότι έχει υποχρέωση να προστατεύσει τη δική του προσωπική υγεία αλλά και των συναδέλφων του στην εργασία. Γι’ αυτό το λόγο πρέπει να ακολουθεί και να συμμορφώνεται με τις εύλογες οδηγίες του εργοδότη του για το σκοπό αυτό, αλλά και ο ίδιος να ενεργεί υπεύθυνα για την υγεία του, όχι μόνο εντός του εργασιακού του χώρου, αλλά κι εκτός αυτού. Επιπλέον ο εργοδοτούμενος βρίσκεται κάτω από την υποχρέωση να ενεργεί υπό τέτοιο τρόπο ώστε να μην παραβεί την εμπιστοσύνη προς τον εργοδότη του (trust & confidence), ενώ επίσης υπάρχουν επιπρόσθετες υποχρεώσεις του εργοδοτούμενου που αναφέρονται στις ατομικές συμβάσεις εργασίας τους ή σε πειθαρχικές διαδικασίες ή στη πολιτική της εκάστοτε επιχείρησης για την ασφάλεια και υγεία στον εργασιακό χώρο.

Τι γίνεται όμως στη περίπτωση που η κατάσταση με τον ιό χειροτερεύσει ομοίως και η οικονομική επίδραση αυτού και ο εργοδότης προσανατολίζεται να αναστείλει τη λειτουργία της επιχείρησης του ή ακόμα να κλείσει αυτή ή μέρος της;

Το Υπουργείο Εργασίας, Πρόνοιας και Κοινωνικών ασφαλίσεων (ΥΕΠΚΑ) προχώρησε σε λήψη μέτρων στήριξης σε επιχειρήσεις και εργαζόμενους του ιδιωτικού τομέα (ειδική άδεια γονέων, επιδόματα στήριξης εργαζομένων κτλπ). Ειδικά για τις επιχειρήσεις, το σχέδιο που αυτή τη στιγμή υπάρχει αφορά αυτές που έχουν αποφασίσει όπως αναστείλουν τις εργασίες τους και σε όσες θα συνεχίσουν τη λειτουργία τους και θα υποστούν μείωση κύκλου εργασιών πέραν του ποσοστού το 25%. Στόχος του μέτρου, με βάση το ΥΕΠΚΑ, είναι να αποφευχθούν οι απολύσεις εργαζομένων και ταυτόχρονα οι τελευταίοι να λαμβάνουν ανεργιακό επίδομα για όσο χρονικό διάστημα η επιχείρηση θα βρίσκεται σε αναστολή εργασιών. Προϋπόθεση έγκρισης είναι προφανώς η υποβολή σχετικής αίτησης από τον εργοδότη και ικανοποίησης των πιο πάνω κριτηρίων.

Μέχρις στιγμής δεν έχουν ανακοινωθεί οποιαδήποτε άλλα ή περαιτέρω μέτρα σε εγχώριο επίπεδο,  αν και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, υπό τη βασική προϋπόθεση ότι ο ιός έχει άμεσα προσβάλει την επιχείρηση και έχει προκαλέσει άρση των εργασιών άνευ ευθύνης του εργοδότη, τότε, παρέχεται η δυνατότητα στον εργοδότη να επιβάλλει στον εργοδοτούμενο να παραμείνει μακριά από την εργασία του χωρίς να υποχρεούται στην καταβολή μισθού. Εξετάζεται επίσης σε αυτή τη περίπτωση και η δυνατότατα στο κατά πόσο μπορεί να προσφερθεί στον εργοδοτούμενο εναλλακτική εργασία σε άλλη θέση στην επιχείρηση.

Στην Ελλάδα για παράδειγμα η κυβέρνηση πολύ πρόσφατα προχώρησε με νομοθετική ρύθμιση δια της οποίας επιτρέπει στον εργοδότη να επιβάλει στην επιχείρηση την εκ περιτροπής εργασία με ταυτόχρονη φυσικά καταβολή έως του ήμισυ των μισθών των υπαλλήλων της επιχείρησης. Μέτρο που ενδεχομένως να εφαρμοσθεί και στην Κύπρο στο εγγύς μέλλον.

Φυσικά υπάρχει και το περιθώριο για τη λήψη διάφορων άλλων μέτρων από τον εργοδότη ως ανταπόκριση στη κατάσταση που έχει διαμορφωθεί από τον ιό. Για παράδειγμα μπορεί να ζητήσει από τους εργοδοτουμένους του να εργάζονται από το σπίτι για την αποφυγή εξάπλωσης του ιού εντός της επιχείρησης. Το μέτρο αυτό για να εφαρμοσθεί ενδεχομένως να χρειάζεται αναθεώρηση της πολιτικής του εργοδότη για εργασία από το σπίτι για να διασφαλιστεί η εφαρμογή του μέτρου αυτού από τους εργαζόμενους. Ενδεχόμενο μέτρο είναι και η αναθεώρηση από το εργοδότη των εργατοωρών και/ή του μισθού των εργαζομένων, ώστε να αντικατοπτρίζει τις ανάγκες τις επιχείρησης. Επιπλέον, μπορεί να ζητηθεί από τους εργοδοτούμενους να λάβουν μέρος της ετήσιας τους άδειας ή να ζητηθεί από αυτούς, σε εθελοντική μορφή, να λάβουν άδεια άνευ πληρωμής ή ακόμα και σαββατική άδεια. Θα μπορούσε επίσης ο εργοδότης να εξετάσει κατά πόσο είναι προς το συμφέρον η αναστολή των ετήσιων αυξήσεων και/ή των μπόνους ή να λάβει μέτρα για την απαγόρευση ταξιδιών και/ή σε μείωση άλλων λειτουργικών εξόδων της επιχείρησης. Σημειώνουμε όμως ότι τα πλείστα από τα πιο πάνω μέτρα που ενδεχομένως ληφθούν από τον εργοδότη στο μέγεθος και βαθμό που επηρεάζουν τους εργοδοτούμενους, χρειάζονται την συγκατάθεση αυτών και είναι πιθανόν να την λάβουν ειδικά όταν τα μέτρα αυτά γίνονται για να περιοριστεί ο κίνδυνος ύπαρξης πλεονάζοντος προσωπικού και πως τα μέτρα αυτά, ειδικά των ενδεχόμενων μειώσεων των μισθών θα τύχουν εφαρμογής τουλάχιστον στον ίδιο μέτρο και κατ’ αναλογία και την διοίκηση του εργοδότη.

Ψήφιση Νομοσχεδίου – Συνεδρίες συλλογικών οργάνων μέσω τηλεδιάσκεψης

«Η Βουλή των Αντιπροσώπων ενέκρινε στις 27.3.2020, νομοσχέδιο που παρέχει τη δυνατότητα στα συλλογικά όργανα της κεντρικής διοίκησης και του ευρύτερου δημόσιου τομέα να συνεδριάζουν και να λαμβάνουν αποφάσεις μέσω τηλεδιάσκεψης ως νόμιμη μέθοδο σύγκλησης διοικητικών οργάνων. Η Ολομέλεια της Βουλής έκρινε αναγκαία την τροποποίηση του βασικού νόμου του περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου 158(Ι)/1999 μετά τις ραγδαίες επιπτώσεις από την πανδημία του κορωνοϊού. Μέχρι τώρα απαιτείτο η φυσική παρουσία των μελών των διοικητικών οργάνων με αποτέλεσμα να δημιουργείται δυσχέρεια στην νόμιμη σύγκληση των διοικητικών οργάνων και γενικότερα μεγάλη καθυστέρηση στην λήψη αποφάσεων.

Η νέα αυτή τροποποίηση του βασικού νόμου καθιστά την τηλεδιάσκεψη πλέον αποδεκτή μέθοδο συνεδρίασης ενός συλλογικού οργάνου για την λήψη νόμιμων αποφάσεων.

Με τις τροποποιήσεις στα άρθρα 2, 21 και 23 και την προσθήκη των άρθρων 62 και 63 του βασικού νόμου, η ειδοποίηση των μελών με ηλεκτρονικό ταχυδρομείο ή με άλλο ηλεκτρονικό μέσο στην ηλεκτρονική διεύθυνση, θεωρείται ως νόμιμη και οι αποφάσεις για σκοπούς διαπίστωσης  απαρτίας, μέσω τηλεδιασκέψεως λογίζονται ως νόμιμες νοουμένου ότι σε κάθε περίπτωση τηρείται πρακτικό για τους λόγους συμμετοχής του κάθε μέλους στη συνεδρία μέσω τηλεδιάσκεψης.  

Οι σύγχρονες όμως αυτές τροποποιήσεις, δεν πρέπει να αφεθούν να δημιουργήσουν συνθήκες χαλάρωσης στην τήρηση των υπόλοιπων τύπων του πυρήνα της νόμιμης σύγκλησης των συλλογικών οργάνων. Ειδικότερα αλλά όχι αποκλειστικά, θα πρέπει να καταγράφεται από τον Πρόεδρο του κάθε οργάνου η ύπαρξη απαρτίας με την πρόσβαση όλων των παρόντων μελών  στην πλατφόρμα σύνδεσης καθώς και οι λόγοι για τους οποίους δεν μπορεί να γίνει η συνεδρία με την φυσική παρουσία όλων των μελών. Θα πρέπει βέβαια, να δηλώνεται ρητώς, η αιτιολογία των μελών που απουσιάζουν και η αποχώρηση αυτών κατά τη διάρκεια της τηλεδιάσκεψης αν τούτο λάβει χώρα. Για τη διαφύλαξη της νόμιμης σύνθεσης του οργάνου κατά τη συζήτηση και λήψη της απόφασης, θα πρέπει να καταγράφεται επίσης η αποχώρηση των παρευρισκομένων αφού δεν θα πρέπει να παρίστανται αλλά πρόσωπα πλην του πρακτικογράφου. Συνεπώς θα πρέπει να τεκμηριώνεται η «αποχώρηση» αυτών των μη δικαιούχων ατόμων από την τηλεδιάσκεψη. Θα πρέπει πρόσθετα, να υπάρχει τεκμηρίωση στον φυσικό διοικητικό φάκελο, ότι τα μέλη που παρίστανται στην συνεδρία μέσω τηλεδιάσκεψης έχουν λάβει την ημερήσια διάταξη μέσω ηλεκτρονικών μέσων και έχουν ενώπιον τους το πλήρες περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου επί του οποίου θα ληφθεί η οποιαδήποτε απόφαση».

Αντισυνταγματικός ο τρόπος διορισμού του Εφόρου Φορολογίας

Πολύ ενδιαφέρουσα απόφαση εκδόθηκε στις 16.3.2020 από την Πρόεδρο του Διοικητικού Δικαστηρίου, η οποία έκρινε άκυρο ως αντισυνταγματικό τον τρόπο διορισμού του Εφόρου Φορολογίας στα πλαίσια εκδίκασης των Συν. Υπ. 541/2016 κ.α. υπό Μαρίας Ποταμίτου κ.α. ν. Υπουργικού Συμβουλίου.

Ο Έφορος Φορολογίας είχε αρχικά διοριστεί με απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου τον Φεβρουάριο του 2016 δυνάμει των προνοιών του περί Τμήματος Φορολογίας Νόμου του 2014 (Ν. 70 (Ι)/2014). Ως προς τον διορισμό του Εφόρου Φορολογίας, ο βασικός Νόμος όριζε ότι αυτός θα αποφασιζόταν από το Υπουργικό Συμβούλιο, αφού εξασφαλιζόταν η έγκριση της Βουλής. Όπως όμως, ανέφερε η Καθ ΄ ης η Αίτηση – Δημοκρατία κατά την εκδίκαση της υπόθεσης, κρίθηκε αναγκαία η τροποποίηση του περί Τμήματος Φορολογίας Νόμου (Ν.70(Ι)/2014) καθότι αρχικά προέβλεπε ότι ο διορισμός προσώπων στις θέσεις του Εφόρου Φορολογίας και Βοηθού Εφόρου Φορολογίας θα διενεργούνταν από το Υπουργικό Συμβούλιο με τη γραπτή συγκατάθεση της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής Οικονομικών και Προϋπολογισμού. Η νομοθετική τροποποίηση προέκυψε κατόπιν γνωμάτευσης του Γενικού Εισαγγελέα αφού η απαίτηση για γραπτή συγκατάθεση της Βουλής των Αντιπροσώπων πριν τον διορισμό από το Υπουργικό Συμβούλιο παραβίαζε την αρχή της διάκρισης των εξουσιών.

Μετά την τροποποίηση του Νόμου, το Υπουργικό Συμβούλιο, προέβηκε στην ανάκληση του αρχικού διορισμού του Εφόρου Φορολογίας και κατόπιν αξιολόγησης των υποψηφίων, τον διόρισε εκ νέου αναδρομικά από 21.2.2016 για περίοδο 5 ετών.

Το Διοικητικό Δικαστήριο απορρίπτοντας προδικαστικές ενστάσεις που εγέρθηκαν από την Δημοκρατία έκρινε ότι οι πρόνοιες του Ν. 70 (Ι)/2014 σε ότι αφορά τη διαδικασία διορισμού προσώπου στη θέση του Εφόρου Φορολογίας έρχονταν σε σύγκρουση με τα άρθρα 122-125 του Συντάγματος τα οποία δίδουν αποκλειστική αρμοδιότητα πλήρωσης θέσεων στη Δημόσια Υπηρεσία στην Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας, απορρίπτοντας την θέση της Δημοκρατίας ότι οι εν λόγω πρόνοιες του Συντάγματος έχουν καταστεί ανενεργές δυνάμει του δικαίου της ανάγκης και έχουν υποκατασταθεί στην εφαρμογή τους από τον περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμο (ν. 1/1990) ο οποίος επιτρέπει, μέσω νέων νομοθετικών ρυθμίσεων τον καταμερισμό μέρους των αρμοδιοτήτων της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας σε άλλα όργανα που ασκούν εξουσία. 

Το Διοικητικό Δικαστήριο αναφερόμενο στο γεγονός ότι η επίδικη θέση Εφόρου Φορολογίας είναι ενταγμένη βάσει του επίδικου Νόμου στο Τμήμα Φορολογίας, Τμήμα του Υπουργείου Οικονομικών της Δημόσιας Υπηρεσίας, ότι η θέση βρίσκεται πρώτη στην ιεραρχία ως η θέση του Προϊσταμένου του Τμήματος του Υπουργείου Οικονομικών, στην Δημόσια Υπηρεσία, κάτω από την διοικητικά ανώτερη θέση του Υπουργείου που είναι η θέση του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείο Οικονομικών, και αυτή θέση ανήκουσα στην δημόσια υπηρεσία, και έχουσα τα καθήκοντα που αναφέρονται στο σχέδιο υπηρεσίας της θέσης που καταργήθηκε και επίσης ανήκε στην δημόσια υπηρεσία, κατέληξε ότι ανήκει στη Δημόσια Υπηρεσία, όπως και κάθε άλλη θέση του Τμήματος Φορολογίας και ως θέση δε ανήκουσα στη Δημόσια Υπηρεσία, το Σύνταγμα (άρθρο 125(1)) προβλέπει και επιβάλλει τον διορισμό προσώπου σε αυτή από την Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας

Μια τέτοια απόφαση οδηγεί και πάλι την διοίκηση και δη, το Τμήμα Φορολογίας σε ανάκληση πράξεων του επίδικου χρόνου είτε αυτές έχουν προσβληθεί είτε όχι.

Δεν παραβλέπονται ωστόσο, οι πρόνοιες του άρθρου 4(17) του Περί Τμήματος Φορολογίας Νόμου του 2014 (70(Ι)/2014) όπου δίδεται η εξουσία στον Υπουργό Οικονομικών και όχι στην Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας σε περίπτωση που για οποιοδήποτε λόγο η θέση του Εφόρου Φορολογίας παραμένει κενή, να αναθέσει τις εξουσίες, αρμοδιότητες και καθήκοντα του Εφόρου Φορολογίας για χρονική περίοδο που δεν υπερβαίνει τους τρεις (3) μήνες σε πρόσωπο που πληροί τα κριτήρια του Νόμου.

Key Legal Issues arising out of the Coronavirus Pandemic and its effect on Contractual Rights and Obligations

Europe is now experiencing the full disruptive force of the Coronavirus pandemic. Undoubtedly all business owners are in a state of high anxiety due to the inevitable business interruption that has occurred in which will most likely intensify in the coming weeks and months.

This article contains practical advice that all business owners should be aware of in order to best safeguard their businesses’ interests in light of the Coronavirus pandemic.

A first piece of advice relates to the basic terminology. As it is highly unlikely that the Coronavirus pandemic will be specifically mentioned in a force majeure clause, it is helpful to have in mind that a pandemic is an epidemic that has extended its geographic spread to a larger area of the globe. There is therefore no practical difference, in legal terms, between a pandemic and an epidemic.

The Basic Law

As impractical as it may sound in the current climate, contracts that require ongoing performance are, under law, absolute. Strictly speaking a party that is affected by the Coronavirus outbreak is still required to perform its obligations and will potentially be liable to its counterparty for a failure to do so.

The Exceptions

There are, however, two key exceptions to this rule and these are:

a) the operation of any force majeure clause in a contract and

b) the common law concept of frustration.

Force Majeure:Occurs where a contract contains a force majeure clause, it will usually deal specifically with how the parties’ obligations are affected by an event that affects one of the party’s ability to perform the contract in whole or in part. Not all force majeure clauses are the same. This means you will need to consider the one in the contract in question carefully.  

However, factors that may influence the reliance on a force majeure clause are:

  • Whether the incidence of an epidemic or a pandemic is specifically covered as a force majeure event in the contract. Note however that this is not of itself decisive. Even if a pandemic or epidemic is covered, other requirements may still need to be satisfied before a party can rely on the force majeure clause. In any event seeing whether a pandemic or epidemic is covered is a good place to start.
  • If a pandemic or epidemic are not specifically covered as a force majeure event, one should look to whether it is the type of event that would fall under general force majeure wording. Sometimes force majeure wording is broad enough to cover a number of instances. In Cyprus current measures taken by the government will undoubtedly have an effect on how force majeure clauses will be interpreted by the Courts in the aftermath of the Coronavirus outbreak. For instance, government regulations, or events beyond the control of the parties.
  • In certain contracts a test of foreseeability is also included with wording such as “any unforeseeable event which is beyond the control of the party seeking to rely on the force majeure event”. Where such wording exists the issue of whether the contract itself excludes events that could have reasonably been foreseen is raised. If so, this could require comparison with the situation after the SARS Coronavirus outbreak in 2003. Was it foreseeable that a similar event would occur seven years later? The answer to this question may depend on Geography, for instance many jurisdictions were largely unaffected by the SARS outbreak, others were affected for longer and repeatedly. The advice here is that the word “reasonably” will need to be considered objectively in this regard.
  • Another issue is whether causation has to be established. The party that is seeking to rely on a force majeure event must usually establish that the force majeure event has actually prevented or hindered it performing under the contract. This is mostly a factual but generally, force majeure clauses are not drafted so widely as to offer protection where services or goods will simply be more expensive to perform or obtain.
  • It is also important to note that even where a force majeure clause does apply a duty to mitigate exists. A party that is attempting to rely on a force majeure clause is normally under a duty to show that it has taken reasonable steps to mitigate or avoid the effects of the force majeure event. This will not be interpreted by a court to be tantamount to a full avoidance but the ability to prove that a party has taken all reasonable steps to mitigate the effects effect of a force majeure event may prove to be very important before the court.
  • Whether the contract provides for notice of a force majeure event to be given. In most contract notice is a condition precedent to relief under a force majeure clause. It is therefore important to ascertain whether notices need to be given and if so how and when.
  • The consequences of establishing force majeure are also important. Force majeure does not automatically bring the contract to an end. It is not tantamount to frustration. A contract may stipulate consequences or other actions that need to be undertaken once a force majeure event comes about or is established. Issues relating to costs that will probably arise for both parties and need careful consideration. Again, this all depends on the wording of the contract. The likely duration of the force majeure event is also a matter that needs to be addressed. The day after is relevant; when giving notice of a force majeure event a party should consider its true extent and provide for any necessary re-mobilization or preparation for the resumption of compliance with its obligations under the contract. Additionally, some contracts provide that for a termination of the contract if a force majeure event extends beyond a certain period. Therefore, it may well be in the interests of both parties to find an alternative method of alleviating any hardship caused if they both want the contract to continue.
  • The impact on the contract changes in the law. In many contracts, decisions or actions taken by governments and public authorities in response to the an epidemic or pandemic may trigger a “change in law” relief clause and give rise to rights to compensation, independently of and in addition to any compensation that may be claimed as a result of the operation of the force majeure clause. Making a claim under the correct contractual mechanism is also therefore a factor that must be taken into account.

Frustration:In the absence of a force majeure clause, parties may have recourse to the common law doctrine of frustration. This means that a party is fully discharged from its contractual obligations if a change in circumstances makes it physically or commercially impossible to perform the contract, or would render performance radically different.

The radical nature of contractual frustration is so pronounced that the bar for proving an event of frustration before a court has been a very high one. Courts have traditionally shown a reluctance in finding that a contract has been frustrated.

A claim of frustration is not one to be made lightly, and an unjustified refusal to perform on the grounds of frustration can be expected to have catastrophic consequences on the party who has made it.

Insurance: A business that suffers a loss as a result of disruption arising from the Coronavirus outbreak should review its insurance to determine if it has cover for such events or for general business disruption. Some broad cover insurances may offer protection while others containing narrower terms will not. Insurance commonly has strict provisions requiring notification to insurers of actual or potential claims within a particular timeframe, together with duties to mitigate loss and to consult with insurers before taking action.

Those with businesses interruption clauses in their insurance contracts should review them immediately so as to ascertain which loses, if any, they have coverage for and more importantly so that they can notify their insures of potential claims.

COVID-19: A FORCE MAJEURE EVENT?

In light of the pandemic COVID-19 that has seized the world there is no doubt that parties may wish to assess applicability of force majeure clauses in their contractual arrangements to ascertain the possibility of termination or suspension of performance or any other legal consequences.

The question whether COVID-19 may be considered to be a force majeure event, such that it enables parties to temporarily or permanently be excused from performance of their contractual obligations, will depend on the circumstances, the nature and content of the contract in question. 

The term ‘force majeure’ does not have a universally recognised meaning under Cyprus laws and the courts will examine the wording and intention of the parties at the time of entry into the contract. In many instances, contracts will include a specific and “closed” list of events which are said to constitute force majeure such as acts of God, wars, riots, floods, typhoons, governmental or regulatory prohibitions. The COVID-19 pandemic is unique not only due its epidemiological and clinical features but also because it contains both a naturally occurring component which is the virus itself and a government action component such as the quarantines and travel bans put in place in response to the outbreak.

Therefore, there is no simple answer to whether COVID-19 would qualify as a force majeure event. This will necessarily depend on several factors including nature and content of the contract and its governing law.

Additionally, parties may seek relief under the doctrine of frustration as enshrined in section 56 of the Cyprus Contract Law Cap. 149, although this generally applies in cases of impossibility to perform the contract, for example due to destruction of the subject matter, supervening illegality, incapacity or death. Although it is difficult to envisage how the COVID-19 outbreak may justify invocation of the aforesaid provision, it remains to be seen how this will be interpreted and applied by the Cyprus courts.

In conclusion, force majeure scenarios are by nature fact-specific and dependent on the content and context of the contract in issue. Going forward parties may wish to pay more attention in drafting the relevant force majeure provisions by for example incorporating reference to pandemics and regulating the consequences in such eventuality.

You may contact our legal team for further assistance and legal advice.